- ἐπήρετμος
- ἐπ-ήρετμος, am Ruder, rudernd; mit Rudern versehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επήρετμος — ἐπήρετμος, ον (Α) 1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει 2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῑροι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το η λόγω τής λειτουργίας τού… … Dictionary of Greek
ἐπήρετμος — at the oar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέτμοισι — ἐπήρετμος at the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέτμους — ἐπήρετμος at the oar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρετμοι — ἐπήρετμος at the oar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek